χρονομετρώ

χρονομετρώ
Ν
προσδιορίζω την ακριβή χρονική διάρκεια γεγονότος ή φαινομένου με την χρήση χρονομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονόμετρο. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρονομετρώ — χρονομετρώ, χρονομέτρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. χρονομετράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονομετρώ — και χρονομετράω χρονομέτρησα, χρονομετρήθηκα, χρονομετρημένος, μετρώ το χρόνο με χρονόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονομέτρηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρονομετρώ, η διεργασία μέτρησης τής χρονικής διάρκειας μιας ενέργειας ή ενός έργου με τη χρήση χρονομέτρου ή άλλου τρόπου ή μέσου μεγάλης ακριβείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • χρονομετράω — / χρονομετρώ, χρονομέτρησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. χρονομετρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονομέτρηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρονομετρώ, η ακριβής μέτρηση του χρόνου με χρονόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”